χύσιν

χύσιν
χύσις
shedding
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χύση — η / χύσις, εως, ΝΜΑ 1. έκχυση, ροή, εκροή, χύσιμο 2. η χύτευση νεοελλ. 1. (διαλ.) ραγδαία βροχή 2. ναυτ. απόρριψη στη θάλασσα μέρους τού φορτίου λόγω τρικυμίας ή καταδίωξης 3. βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών μσν. (για διάττοντα αστέρα) πτώση μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • CHAOS — rudis et inordinatae materiae confusa congeries. Poetae aiunt Chaos in principio fuisse, i. e. confusionem rerum, atque elementorum. Postea vero Deum ditemisse illam congeriem, siugulisque rebus ex confuso acervo separatis, in ordinemque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιχύνω — (AM ἐπιχέω Μ και ἐπιχύνω) χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον» «χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι 2. ρίχνω άφθονα …   Dictionary of Greek

  • εριβριθής — ἐριβριθής, ές (Α) ο πολύ βαρύς («ἐριβριθῆ μολύβου χύσιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βριθής (< βρίθος)] …   Dictionary of Greek

  • οϊστοβρόχιον — ὀϊστοβρόχιον, τὸ (Μ) καταιγισμός βελών («βούλεται λέγειν ὑποκοριστικῶς ὀϊστοβρόχιον τὴν τοιαύτην χύσιν τών ὀϊστῶν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + βρόχιον (< βροχή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”